τυπώδης
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
English (LSJ)
ες, (τύπος VIII. 2) like an outline, ὡς εἰς τ. μάθησιν so far as belongs to general or superficial knowledge, Arist.Mu.397b12. Adv. -ωδῶς summarily, Cic.Att.4.13.2, Str.2.1.24, 4.1.1, 2: Comp. -ωδέστερον Ph.2.419.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui ressemble à une ébauche, ébauché, superficiel.
Étymologie: τύπος, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
τῠπώδης: -ες, (τύπος ΙΙ. 6, εἶδος) ὅμοιος πρὸς σχεδιογράφημα, πρὸς περίληψιν, ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν, ὅσον ἀνήκει εἰς γενικὴν ἢ ἐπιπόλαιον μάθησιν, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6, 1. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἐν κεφαλαίῳ, περιληπτικῶς, Στράβ. 79, 176, 178, Kικέρ. πρ. Ἀττ. 4. 13, 2.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α τύπος
όμοιος με τύπο, με σχεδιογράφημα, πρόχειρος, συνοπτικός.
επίρρ...
τυπωδῶς Α
1. περιληπτικά, συνοπτικά
2. σαφώς, καθαρά («ὑπογράφεσθαι τυπωδέστερον», Φίλ.).
Greek Monotonic
τῠπώδης: -ες (τύπος II. 5, εἶδος), όμοιος με περίληψη· επίρρ. τυπωδῶς, περιληπτικά, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
τῠπώδης: данный в общих чертах, общий: ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν Arst. в виде общих сведений.
Middle Liddell
τῠπώδης, ες τύπος II. 5, εἶδος
like an outline:—adv. -δῶς, summarily, Strab.