τῦκον
From LSJ
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
English (LSJ)
τό, Boeot. for σῦκον, Stratt.47.5, cf. Luc.Jud.Voc.8.
German (Pape)
[Seite 1160] τό, äol. u. dor. statt σῦκον; Strattis bei Ath. XIV, 622 a; VLL.
French (Bailly abrégé)
béot. c. σῦκον.
Greek (Liddell-Scott)
τῦκον: τό, Βοιωτ. ἀντὶ σῦκον, ὀνομάζετε... βέφυραν τὴν γέφυραν, τῦκα δὲ τὰ σῦκα Στράττις ἐν «Φοινίσσαις» 3, πρβλ. Λουκ. ἐν Δίκῃ Φωνηέντων 8.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. σύκο.
Greek Monotonic
τῦκον: τό, Βοιωτ. αντί σῦκον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τῦκον Boëot. voor σῦκον.
Russian (Dvoretsky)
τῦκον: τό беот. = σῦκον.