Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειροπέδη

From LSJ
Revision as of 11:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροπέδη Medium diacritics: χειροπέδη Low diacritics: χειροπέδη Capitals: ΧΕΙΡΟΠΕΔΗ
Transliteration A: cheiropédē Transliteration B: cheiropedē Transliteration C: cheiropedi Beta Code: xeirope/dh

English (LSJ)

ἡ, handcuff, IG22.1424a274, PCair.Zen.782 (a).13 (iii B.C.), LXXPs.149(150).8, Si.21.19, al., D.S.20.13, Poll.2.152, etc.

German (Pape)

[Seite 1346] ἡ, Handfessel; D. Sic. 20, 13; Poll. 2, 152.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
menottes.
Étymologie: χείρ, πέδη.

Greek (Liddell-Scott)

χειροπέδη: δεσμὸς τῶν χειρῶν, Διόδ. 20. 13, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄, 8, Σειρὰχ ΚΑ΄, 19, κ. ἀλλ.), Πολυδ. Β΄, 152, Εὐστ., κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χειριπέδα Α
συν. στον πληθ. οι χειροπέδες και αἱ χειροπέδαι
συσκευή δέσμευσης τών χεριών χρησιμοποιούμενη στις συλλήψεις και αποτελούμενη από δύο περικάρπιους δακτυλίους, συνδεόμενους με μικρή αλυσίδα (α. «του πέρασαν αμέσως χειροπέδες» β. «τοῦ δῆσαι... τοὺς ἐνδόξους αὐτῶν ἐν χειροπέδαις σιδηραῑς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο-πέδη)].

Russian (Dvoretsky)

χειροπέδη:ручные оковы Diod.