χρησμοποιός

From LSJ
Revision as of 11:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμοποιός Medium diacritics: χρησμοποιός Low diacritics: χρησμοποιός Capitals: ΧΡΗΣΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: chrēsmopoiós Transliteration B: chrēsmopoios Transliteration C: chrismopoios Beta Code: xrhsmopoio/s

English (LSJ)

όν, making oracles in verse, Luc.Alex. 23.

German (Pape)

[Seite 1375] Orakel in Verse fassend, Luc. Alex. 23.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui compose des oracles (en vers).
Étymologie: χρησμός, ποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

χρησμοποιός: -όν, ὁ στιχουργῶν χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που γράφει χρησμούς σε στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -ποιός].

Greek Monotonic

χρησμοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χρησμοποιός:перелагатель оракулов в стихи (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.).

Middle Liddell

χρησμο-ποιός, όν ποιέω
making oracles in verse, Luc.