ἀμφιστρατάομαι

From LSJ
Revision as of 12:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιστρᾰτάομαι Medium diacritics: ἀμφιστρατάομαι Low diacritics: αμφιστρατάομαι Capitals: ΑΜΦΙΣΤΡΑΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: amphistratáomai Transliteration B: amphistrataomai Transliteration C: amfistrataomai Beta Code: a)mfistrata/omai

English (LSJ)

Dep., beleaguer, besiege, Ep. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.11.713.

Spanish (DGE)

(ἀμφιστρᾰτάομαι) sitiar (πόλιν) ἀμφεστρατόωντο Il.11.713.

German (Pape)

[Seite 144] umlagern, πόλιν Il. 11, 713.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
impf. 3ᵉ pl. épq. ἀμφεστρατόωντο;
entourer de troupes, assiéger.
Étymologie: ἀμφί, στρατός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιστρᾰτάομαι: ἀποθ. περικυκλώνω διὰ στρατοῦ, πολιορκῶ, Ἐπ. πρκμ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Ἰλ. Λ. 713.

English (Autenrieth)

besiege, only ipf., ἀμφεστρατόωντο, Il. 11.713†.

Greek Monotonic

ἀμφιστρᾰτάομαι: αποθ., περικυκλώνω με στρατό, πολιορκώ, Επικ. γʹ πληθ. παρατ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιστρᾰτάομαι: вести осаду, осаждать (πόλιν Hom.).

Middle Liddell


Dep. to beleaguer, besiege, epic pl. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.