ἀνακυκλόω
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
= ἀνακυκλέω, v.l. in AP9.342 (Parmen.), in Pass.—The Act. perhaps in Jul.Ep.180p.394c (ἀνακυκλούσης).
Spanish (DGE)
1 girar, dar vueltas en torno a τὴν εἰς αὐτὸ περιφέρειαν Iul.Ep.180.394c
•en v. med. girar πόλλ' ἀνακυκλοῦται δολιχὸς δρόμος la carrera de fondo consta de muchas vueltas, AP 9.342 (Parmen.), πνεῦμα δεινὸν ... ἐν ἑαυτῷ ἀνακυκλούμενον D.C.68.27.2.
2 repetir ἀνακυκλώσας λόγον Cyr.Al.M.68.861B.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. ἀνακυκλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακυκλόω: ἀνακυκλέω, Ἀνθ. Π. 9. 342 ἐν τῷ παθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακυκλόω: Anth. = ἀνακυκλέω.