ἀπειρότοκος
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
ον, not having brought forth, παρθενίη AP6.10 (Antip. Sid.).
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene experiencia del parto παρθενίη AP 6.10 (Antip.Sid.), cf. Cyr.Al.M.77.480C.
German (Pape)
[Seite 285] im Gebären unerfahren, παρθενία Antip. Sid. 12 (VI, 10).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne connaît pas l'enfantement, vierge.
Étymologie: ἄπειρος¹, τίκτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειρότοκος: -ον, ἄπειρος τόκου, παρθένος, Ἀνθ. Π. 6. 10.
Greek Monolingual
ἀπειρότοκος, -ον (AM)
(μόνο στο θηλ.) αυτή που δεν έχει γεννήσει, η παρθένος.
Greek Monotonic
ἀπειρότοκος: -ον (τίκτω), γυναίκα που δεν έχει γεννήσει, παρθένα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπειρότοκος: adj. f никогда не рожавшая (παρθενία Anth.).