ἀποπρό
English (LSJ)
Adv. A afar off, πολλὸν ἀ. φέρων Il.16.669. 2 as preposition c. gen., away from, τυτθὸν ἀ. νεῶν ib.7.334, cf. E.HF1081, Or.142, etc.
Spanish (DGE)
1 adv. lejos hacia adelante πολλὸν ἀ. φέρων Il.16.669, ἀ. δὲ Βέβρυκα πύκτην a lo lejos, el pugilista bébrice Euph.57, cf. E.Or.142.
2 prep. c. gen. lejos de τυτθὸν ἀ. νεῶν Il.7.334, ἀ. δωμάτων E.HF 1081, ἀ. γαίας E.Ph.1738, ἀ. Πυλῶν Nicaenet.1.10.
German (Pape)
[Seite 320] fernab, weitweg, Il. 16, 669 πολλὸν ἀποπρὸ φέρων; 7, 334 κατακήομεν αὐτοὺς τυτθὸν ἀποπρὸ νεῶν; vgl. Scholl. Herodian. zu beiden Stellen.
French (Bailly abrégé)
1 adv. loin en avant;
2 prép. loin de, gén..
Étymologie: ἀπό, πρό.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπρό: (οὐχὶ ἀπόπρο, Spitzn. Exc. XVIII εἰς Ἰλ. περὶ τὸ τέλ.): ― Ἐπίρρ. μακράν, πολὺ μακράν, Ἰλ. Π. 669. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., μακρὰν ἀπό τινος, Ἰλ. Η. 334, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1081, πρβλ. Ὀρ. 142, κτλ., πρβλ. διαπρό: ― Ἐν συνθέσει εἶναι μόνον ἰσχυρότερος τύπος τῆς προθ. ἀπό. Πρβλ. ἀπόπροθι, -προθε, -προσθεν.
English (Autenrieth)
away from, far from; τιν<<><>>ς.
Greek Monolingual
ἀποπρό επίρρ. (Α)
1. πολύ μακριά
2. (ως πρόθ.) μακριά από κάτι («ἀποπρὸ νεῶν, πατρίδος γαίας»).
Greek Monotonic
ἀποπρό:1. επίρρ., μακριά, πολύ μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.
2. πρόθ. με γεν., μακριά από, στο ίδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπρό:
I adv. далеко вперед Hom.
II в знач. praep. cum gen. вдали от (νεῶν Hom.; δωμάτων Eur.).
Middle Liddell
1. far away, afar off, Il.
2. prep. c. gen. far away from, Il., Eur.