ἀπόβρεγμα

From LSJ
Revision as of 13:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόβρεγμα Medium diacritics: ἀπόβρεγμα Low diacritics: απόβρεγμα Capitals: ΑΠΟΒΡΕΓΜΑ
Transliteration A: apóbregma Transliteration B: apobregma Transliteration C: apovregma Beta Code: a)po/bregma

English (LSJ)

ατος, τό, infusion, Agatharch.61, Str.16.4.17, Dsc.4.81, Aret.CA1.1, Plu.2.614b.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
infusión, cocimiento de hierbas ἀσταφίδος ἀπόβρεγμα Hp.Nat.Mul.105, παλιούρου Agatarch.61, Str.16.4.17, ῥοδοδένδρων Dsc.4.81, ἀνδράχνης Sor.38.11, ἀψινθίου Aret.CA 1.1.25, περιστερεώνων Plu.2.614b, λέγεται δὲ ῥαινόμενόν τε συμποσίοις τὸ ἀπόβρεγμα εὐδιαγωγοτέρους ποιεῖν Thessal.146.5.

German (Pape)

[Seite 298] τό, Aufguß, Abguß, Diosc.; τινός Plut. Symp. 1, 1, 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
infusion.
Étymologie: ἀπό, βρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόβρεγμα: -ατος, το, ἔγχυμα, ἀπόβρεγμα παλιούρου Στράβ. 776, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, Πλούτ. 2. 614B.

Greek Monolingual

το (AM ἀπόβρεγμα)
νερό μέσα στο οποίο έχει μουσκέψει και διαλυθεί σπόρος φυτού.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόβρεγμα: ατος τό настой, отвар Plut.