ἐναραρίσκω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
aor. 1 ἐνῆρσα, A fit or fasten in, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Od. 21.45. II pf. ἐνάρηρα, intr., to be fitted in, εὖ ἐναρηρός 5.236; οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν ἀλάλματα Arat.453.
Spanish (DGE)
(ἐνᾰραρίσκω)
afianzar, fijar ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε y fijó las jambas para construir una puerta Od.21.45
•perf. estar ajustado, sujeto (στειλειόν) εὖ ἐναρηρός mango del hacha bien ajustado, Od.5.236, c. dat. οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν ἀγάλματα νυκτὸς ἰούσης están sujetas en el cielo como adornos de la noche que se desliza las constelaciones, Arat.453.
German (Pape)
[Seite 829] einfügen; ἐνῆρσεν Suid.; εὖ ἐναρηρός Od. 5, 236, wohl eingefügt; Arat. 453 πάντα οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν, in tmesi Od. 21, 45 ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε.
French (Bailly abrégé)
seul. pf. 3ᵉ sg. ἐνάρηρεν;
être attaché à ; part. neutre ἐναρηρός solidement attaché à, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀραρίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναραρίσκω: ἀόρ. α΄ ἐνῆρσα˙ προσαρμόζω ἢ στερεώνω ἐντός, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Ὀδ. Φ. 45. ΙΙ. πρκμ. β΄ ἐνάρηρα, ἀμεταβ., εἶμαι ἐνηρμοσμένος, εὖ ἐναρηρὸς Ὀδ. Ε. 236· γ΄ ἑνικ., Ἄρατ. 453.
Greek Monolingual
ἐναραρίσκω (Α)
εναρμόζω, προσαρτώ, προσαρμόζω («στειλειόν... εὖ ἐναρηρός» — στειλιάρι καλά προσαρμοσμένο, Όμ.).
Greek Monotonic
ἐνᾰρᾰρίσκω: αόρ. αʹ ἐνῆρσα·
I. προσαρμόζω ή στερεώνω, συναρμολογώ, σε Ομήρ. Οδ.
II. ἐνάρηρα, αμτβ., είμαι προσαρμοσμένος σε, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναραρίσκω:
1) (aor. ἐνῆρσα) прикреплять, прилаживать (σταθμούς Hom. - in tmesi);
2) (pf. ἐνάρηρα) быть прикрепляемым (στειλειὸν εὖ ἐναρηρός Hom.).
Middle Liddell
aor1 ἐνῆρσα
I. to fit or fasten in, Od.
II. ἐνάρηρα, intr., to be fitted in, Od.