ἐξίλλω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
v. ἐξείλλω.
German (Pape)
[Seite 882] nach Moeris attisch für ἐξείργω, vgl. ἐξείλλω. Bei Xen. Cyn. 6, 15 heißt ἐξίλλουσαι τὰ ἴχνη (v.l. ἐξειλοῦσαι) aufsuchen, aufspüren, vgl. ἐξειλέω.
French (Bailly abrégé)
dérouler ; démêler (une piste).
Étymologie: var. de ἐξείλλω ; ἐξ, ἴλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξίλλω: ἴδε ἐξείλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξίλλω: (= ἐξείλλω)
1) изгонять, вытеснять (τινὰ τῆς ἐργασίας Dem.);
2) гонять, преследовать (на охоте): ἐ. τὰ ἴχνη Xen. отыскивать следы (дичи).