ἐνδιαφθείρω
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
fut. -ερῶ, to destroy in, dub. in Plu.2.658c; destroy a child in the womb, Hp.Carn.19.
Spanish (DGE)
abortar αἱ ἑταῖραι ... γινώσκουσιν ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρὶ κἄπειτ' ἐνδιαφθείρουσι Hp.Carn.19.
German (Pape)
[Seite 834] darin verderben, vernichten, Hippocr. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
détruire dans.
Étymologie: ἐν, διαφθείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαφθείρω: μέλλ. -ερῶ, διαφθείρω, καταστρέφω τι ἐντός, Πλούτ. 2. 658C· αἱ ἑταῖραι αἱ δημόσιαι... γιγνώσκουσι ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρί, κἄπειτ’ ἐνδιαφθείρουσι, καταστρέφουσι τὸ ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ, Ἱππ. 254. 6.
Greek Monolingual
ἐνδιαφθείρω (AM)
1. διαφθείρω, καταστρέφω
2. καταστρέφω το έμβρυο στη μήτρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδιαφθείρω: (в чем-л.) разрушать, портить (τι Plut.).