ἐπίρρητος

From LSJ
Revision as of 15:19, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρρητος Medium diacritics: ἐπίρρητος Low diacritics: επίρρητος Capitals: ΕΠΙΡΡΗΤΟΣ
Transliteration A: epírrētos Transliteration B: epirrētos Transliteration C: epirritos Beta Code: e)pi/rrhtos

English (LSJ)

ον, A exclaimed against, infamous, τέχναι X.Oec.4.2; πλοῦτος Philostr.VA7.23. Adv.-τως Poll.3.139. II. ἐ. διαιτητής agreed upon, Sch.Patm.D. inBCH1.153.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décrié.
Étymologie: ἐπί, ἐρῶ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρρητος: -ον, δυσφήμιστος, ὡς τὸ ἐπιβόητος, αἱ βαναυσικαὶ καλούμεναι (τέχναι) καὶ ἐπίρρητοί εἰσι, καὶ εἰκότως μέν τοι πάνυ ἀδοξοῦνται Ξεν. Οἰκ. 4, 2· πλοῦτος Φιλόστρ. 303. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γ΄, 139.

Greek Monolingual

ἐπίρρητος, -ον (Α) ρητός
δυσφημημένος, με κακό όνομα, διαβόητος («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», Ξεν.).
επίρρ...
ἐπιρρήτως
με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα.

Greek Monotonic

ἐπίρρητος: -ον, επαίσχυντος, επονείδιστος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίρρητος: εἴρω II] опороченный, позорный, постыдный (τέχναι Xen.).

Middle Liddell

ἐπίρ-ρητος, ον
exclaimed against, infamous, Xen.