ἐπίρρητος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A exclaimed against, infamous, τέχναι X.Oec.4.2; πλοῦτος Philostr.VA7.23. Adv.-τως Poll.3.139. II. ἐ. διαιτητής agreed upon, Sch.Patm.D. inBCH1.153.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
décrié.
Étymologie: ἐπί, ἐρῶ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίρρητος: -ον, δυσφήμιστος, ὡς τὸ ἐπιβόητος, αἱ βαναυσικαὶ καλούμεναι (τέχναι) καὶ ἐπίρρητοί εἰσι, καὶ εἰκότως μέν τοι πάνυ ἀδοξοῦνται Ξεν. Οἰκ. 4, 2· πλοῦτος Φιλόστρ. 303. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γ΄, 139.
Greek Monolingual
ἐπίρρητος, -ον (Α) ρητός
δυσφημημένος, με κακό όνομα, διαβόητος («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», Ξεν.).
επίρρ...
ἐπιρρήτως
με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα.
Greek Monotonic
ἐπίρρητος: -ον, επαίσχυντος, επονείδιστος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίρρητος: εἴρω II] опороченный, позорный, постыдный (τέχναι Xen.).