ἐπιστράτηγος
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ὁ, viceroy of one of the three provinces of Egypt formed by Ptolemy V, OGI103.4 (ii B.C.), PGiss.36.1 (ii B.C.); also under the Romans, Str.17.1.13, IGRom.1.1141, al.
German (Pape)
[Seite 985] ὁ, der Unterfeldherr, Strsb. XVII, 798; Inscr.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Égypte ptol. chef administratif du nome Arsinoïte.
Étymologie: ἐπί, στρατηγός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστράτηγος: ὁ, ὑποστράτηγος, Ρωμαῖοι... κατὰ τὴν χώραν (τὴν Αἴγυπτον δηλ.) ἐπιστρατήγους τινὰς καὶ νομάρχας καὶ ἐθνάρχας... ἀποδείξαντες, πραγμάτων οὐ μεγάλων ἐπιστατεῖν ἠξιωμένους Στράβων 798, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2285, 4715, 4751 κ. ἀλλ.: ― ἐπιστρατηγέω, ἔχω τοῦτο τὸ ἀξίωμα, αὐτόθι 4701, -04, -05.
Greek Monolingual
ἐπιστράτηγος, ὁ (Α) στρατηγός
1. γενικός διοικητής επαρχίας στην Αίγυπτο
2. (στη Ρώμη) υποστράτηγος.