ἡμίφαυλος

From LSJ
Revision as of 17:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίφαυλος Medium diacritics: ἡμίφαυλος Low diacritics: ημίφαυλος Capitals: ΗΜΙΦΑΥΛΟΣ
Transliteration A: hēmíphaulos Transliteration B: hēmiphaulos Transliteration C: imifavlos Beta Code: h(mi/faulos

English (LSJ)

ον, halfknavish, Luc.Bis Acc.8.

German (Pape)

[Seite 1171] halb schlecht, Luc. bis acc. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié vaurien.
Étymologie: ἡμι-, φαῦλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίφαυλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ φαῦλος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.

Greek Monolingual

ἡμίφαυλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ ή από πολλές απόψεις ή ώς ένα σημείο φαύλος, ο μισοαχρείος.

Greek Monotonic

ἡμίφαυλος: -ον, φαύλος κατά το ήμισυ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίφαυλος: (ῐ) наполовину негодный Luc.

Middle Liddell

ἡμί-φαυλος, ον
half-knavish, Luc.