ἡλιαστής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A (ἡλιαία 2) heliast, Ar.V.206,891, Eq. 255, IG12.63.14, etc.
II fuller = Lat. lutor, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1160] ὁ, der Richter in der Heliaia (s. oben unter ἡλιαία), Ar. Equ. 255 u. öfter; ἡλιαστῶν ὅρκος, s. Dem. 24, 149-151.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
héliaste, juge membre de l'Héliée, tribunal populaire athénien.
Étymologie: ἡλιάζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιαστής: -οῦ, ὁ, (ἡλιαία 2), δικαστὴς ἐν τῇ Ἠλιαίᾳ, Ἀριστοφ. Σφ. 206, 891, Ἱππ. 255, κτλ.
Greek Monolingual
ἡλιαστής, ὁ (Α) ηλιάζομαι
1. δικαστής που αποτελούσε μέλος του δικαστηρίου της ηλιαίας
2. (γλώσσ.) γναφέας, λευκαντής μαλλιών ή μάλλινων υφασμάτων.
Greek Monotonic
ἡλιαστής: -οῦ, ὁ, δικαστής στο δικαστήριο της Ηλιαίας, Ηλιαστής, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιαστής: οῦ ὁ гелиаст, член гелиеи (суда присяжных в Афинах) Arph., Dem.