ἰδέω
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
v.l. for εἰδέω, Epic for εἰδῶ, subj. of οἶδα, know, 14.235, Od. 16.236.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἰδῶ, sbj. ao.2 de εἶδον;
c. εἰδῶ, sbj. pf. épq. de οἶδα, v. *εἴδω.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδέω: Ἰων. ἀντὶ ἴδω, ὑποτακτ. τοῦ ἐνεργ. ἀορ. β΄ εἶδον. ΙΙ. Ἐπικ. ἀντὶ εἰδῶ, ὑποτ. τοῦ πρκμ. οἶδα, γινώσκω, Ἰλ. Ξ. 235 (διάφ. γραφ. εἰδέω ὡς δισύλλαβ.)
English (Autenrieth)
see εἴδω (II.).
Greek Monotonic
ἰδέω:I. Ιων. αντί ἴδω, υποτ. αορ. βʹ του εἶδον·
II. Επικ. αντί εἰδῶ, υποτ. παρακ. του οἶδα, γνωρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἰδέω:
I (= ἰδῶ) ион. aor. 2 conjct. к εἶδον (см. *εἴδω).
II (= εἰδῶ) эп. pf. conjct. к οἶδα.