ἠλοσύνη
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
ἡ, = ἠλιθιότης, Nic.Al.420: Aeol. ἀλοσύνα Theoc.30.12; cf. ἆλλος (s.v. ἠλεός).
German (Pape)
[Seite 1163] ἡ, = ἠλιθιότης, Nic. Al. 420.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
stupidité.
Étymologie: ἠλός.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλοσύνη: ἡ, = ἠλιθιότης, Νίκ. Ἀλ. 420.
Greek Monolingual
ἠλοσύνη, αιολ. τ. ἀλοσύνα, ἡ (Α) [[[ηλεός]])
η ηλιθιότητα.