ὀλεσήνωρ

From LSJ
Revision as of 17:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλεσήνωρ Medium diacritics: ὀλεσήνωρ Low diacritics: ολεσήνωρ Capitals: ΟΛΕΣΗΝΩΡ
Transliteration A: olesḗnōr Transliteration B: olesēnōr Transliteration C: olesinor Beta Code: o)lesh/nwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, man-destroying, epithetof perjury, ὅρκοι Thgn. 399, Nonn.D.28.273.

German (Pape)

[Seite 319] ορος, Männer verderbend, zu Grunde richtend; ὅρκος, vom Meineide, Theogn. 399; auch sp. D., wie Nonn. D. 28, 273.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui perd les hommes.
Étymologie: ὄλλυμι, ἀνήρ.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλεσήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ καταστρέφων τοὺς ἄνδρας, ἐπίθετ. τοῦ ὅρκου, ἐπὶ ψευδορκίας, Θέογν. 399, Νόνν. Δ. 28. 267.

Greek Monolingual

ὀλεσήνωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
(σχετικά με ψευδορκία) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν' ὀλεσήνορας ὅρκους», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσ- του ὄλλυμι (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + -ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. λυσ-ήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὀλεσήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), αυτός που καταστρέφει τους άντρες, σε Θέογν.

Middle Liddell

ὀλεσ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ
man-destroying, Theogn.