ὀροδαμνίς

From LSJ
Revision as of 18:16, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀροδαμνίς Medium diacritics: ὀροδαμνίς Low diacritics: οροδαμνίς Capitals: ΟΡΟΔΑΜΝΙΣ
Transliteration A: orodamnís Transliteration B: orodamnis Transliteration C: orodamnis Beta Code: o)rodamni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of ὀρόδαμνος, sprig, spray, Theoc.7.138.

German (Pape)

[Seite 385] ίδος, ἡ, dim. von ὀρόδαμνος, Theocr. 7, 138.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
dim. de ὀρόδαμνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀροδαμνίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ὀρόδαμνος, κλαδίσκος, κλωνάριον, Θεόκρ. 7. 138.

Greek Monolingual

ὀροδαμνίς, ἡ (Α) ορόδαμνος
μικρός κλάδος, κλαδάκι, κλωνάρι.

Greek Monotonic

ὀροδαμνίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του επόμ., βλασταράκι, κλαδάκι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀροδαμνίς: ίδος ἡ веточка, сучок Theocr.

Middle Liddell

ὀροδαμνίς, ίδος, ἡ, [Dim. of ὀρόδαμνος
a sprig, spray, Theocr.