διακάθαρσις
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
εως, ἡ, A thorough cleansing or purging, Pl.Lg.735d; ὤτων Erot.s.v. διαπτερώσιες. II pruning, Thphr.HP2.7.2, CP3.7.5, dub.l. in Corn.ND 27.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 purificación completa, plu. formas de depuración πολλῶν οὐσῶν τῶν διακαθάρσεων de una ciu., Pl.Lg.735d, τοῦ ὄμματος Procl.in Ti.1.30, cf. Dam.Pr.49
•medic. purgación ὤτων Erot.34.5, Gal.12.649, Paul.Aeg.7.11.17.
2 de árboles poda, escamonda τῶν δένδρων Thphr.CP 2.12.6, cf. 3.7.5, HP 2.7.1, 3, τοῦ ὅλου φοινικῶνος PSoterichos 4.26 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 580] ἡ, die Reinigung, Plat. Legg. V, 735 d; bes. von Bäumen, Theophr.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 purification complète;
2 émondage.
Étymologie: διακαθαίρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακάθαρσις -εως, ἡ [διακαθαίρω] (grondige) reiniging.
Russian (Dvoretsky)
διακάθαρσις: εως ἡ тщательная чистка, очищение Plat.
Greek Monolingual
η (AM διακάθαρσις) διακαθαίρω
1. πλήρης κάθαρση, εξαγνισμός
2. το κλάδεμα τών δέντρων.
Greek Monotonic
διακάθαρσις: -εως, ἡ, λεπτομερές, τέλειο, βαθύ καθάρισμα, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
διακάθαρσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς κάθαρσις, καθάρισις, Πλάτ. Νόμ. 735D. ΙΙ. κλάδευσις, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 7, 2, Αἰτ. Φ. 3. 7, 5, κ. ἀλλ.
Middle Liddell
διακάθαρσις, εως [from διακαθαίρω
a thorough cleansing, Plat.