παυστήρ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, one who stops or relieves, νόσου S.Ph.1438, cf. El.304, Alex.240.9.
German (Pape)
[Seite 538] ῆρος, ὁ, der Aufhörenmachende, Stillende, Lindernde, Heilende, νόσου, Soph. Phil. 1438 El. 304; der Schlaf heißt παυστὴρ βροτείων νόσων, Alexis bei Ath. X, 449 e.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui fait cesser, qui met fin à, gén..
Étymologie: παύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παυστήρ -ῆρος [παύω] genezer.
Russian (Dvoretsky)
παυστήρ: ῆρος ὁ успокоитель, исцелитель (νόσου Soph.).
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ- του παύω + κατάλ. -τήρ (πρβλ. τιμωρη-τήρ). Το -σ- του τ. είναι αναλογικό προς το -σ- του αορ. ἔπαυσα (βλ. και λ. παύω)].
Greek Monotonic
παυστήρ: -ῆρος, ὁ (παύω), κάποιος που σταματά, που καταπραΰνει, ο περιθάλπων, νόσου, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
παυστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταπαύων ἢ ἀνακουφίζων, Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου Σοφ. Φιλ. 1438, πρβλ. Ἠλ. 304, ὕπνος, βροτείων, ὦ κόρη, παυστὴρ πόνων Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 1.
Middle Liddell
παυστήρ, ῆρος, ὁ, παύω
one who stops, calms, a reliever, νόσου Soph.