συντελέθω

From LSJ
Revision as of 22:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντελέθω Medium diacritics: συντελέθω Low diacritics: συντελέθω Capitals: ΣΥΝΤΕΛΕΘΩ
Transliteration A: synteléthō Transliteration B: syntelethō Transliteration C: synteletho Beta Code: suntele/qw

English (LSJ)

= συντελέω III, belong to, Pi.P.9.57.

French (Bailly abrégé)

être uni à, τινι.
Étymologie: σύν, τελέθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντελέθω [σύν, τελέθω] toebehoren aan, bezit zijn van:. ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν... συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται daar zal zij haar een stuk land geven om rechtmatig bezit te zijn Pind. P. 9.57.

Russian (Dvoretsky)

συντελέθω: быть соединенным, принадлежать (τινί Pind.).

English (Slater)

συντελέθω belong to, be counted as “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” i. e. to be her lawful possession (P. 9.57)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συντελώ.

Greek Monotonic

συντελέθω: = συντελέω III, ανήκω σε, συνυπάρχω, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

συντελέθω: συντελέω ΙΙΙ, συντελέθειν ἔννομον, «συντελεῖν ἐννόμως αὐτῇ» (Σχόλ.). Πινδ. Π. 9. 100.

Middle Liddell

= συντελέω III]
to belong to, Pind.