κατότι
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
Adv., Ion. for καθότι or καθ' ὅ τι.
German (Pape)
[Seite 1405] ion. = καθότι, d. i. καθ' ὅ τι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. καθότι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατότι Ion. voor καθότι.
Russian (Dvoretsky)
κᾰτότι: ион. = καθότι.
Greek (Liddell-Scott)
κατότι: Ἐπίρρ. Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθότι ἢ καθ’ ὅ τι.
Greek Monolingual
κατότι (Α)
επίρρ. ιων. τ. καθότι ή καθ' ότι.
Greek Monotonic
κατότι: επίρρ., Ιων. αντί καθ-ότι ή καθ' ὅτι.