γήτειον
From LSJ
English (LSJ)
τό, = γήθυον, horn onion, Allium Cepa, var., Ar.Eq.677, al., Anaxandr.41.57, Alex.127.7, Call.Aet.1.1.25: pl., Ph.1.665.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot. cebolla o cebolleta, Allium Cepa L., usado como condimento, Ar.Eq.677, Anaxandr.42.57, Alex.132.7, Ph.1.665, Luc.Lex.3
•para usos cultuales, Call.Fr.178.25, cf. Hsch.s.u. γήτεια; cf. γήθυον.
German (Pape)
[Seite 490] τό, schlechte Lesart γήτιον, att. = γήθυον, Ar. Equ. 675 u. öfter; Alex. Poll. 6, 66.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
att. c. γήθυον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
γήτειον: τό Arph., Plut., Anth. = γήθυον.
Greek (Liddell-Scott)
γήτειον: τὸ, λέγεται ὅτι εἶναι Ἀττ. ἀντὶ γήθυον (ὃ ἴδε), Ἀριστοφ. Ἱππ. 677, Ἄλεξ. Λεβ. 2· γήτιον, ὁ αὐτ. Παννυχ. 3. 6.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
γήτειον: τό, Αττ. αντί γήθυον, πράσο, σε Αριστοφ.