αἰειγενέτης
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
ὁ, poet. for ἀειγενέτης (everlasting), Il.2.400, Od.2.432, al.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ eterno, que vive siempre sólo de los dioses θεῶν αἰειγενετάων Il.2.400, Od.23.81, Hes.Th.548, 893, 993, h.Cer.36, θεοῖσ' αἰειγενετῇσιν Il.3.296, 6.527, Od.2.432, Hes.Fr.283.3.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj.
immortel.
Étymologie: ἀεί, γίγνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰειγενέτης -ου ἀεί, γίγνομαι als adj., die altijd is, bestaat.
Russian (Dvoretsky)
αἰειγενέτης: вечный (θεοί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰειγενέτης: ὁ, ποιητ ἀντὶ τοῦ ἀειγενέτης, Ἰλ. Β. 400, Ὀδ. Β. 432, κ. ἀλλ. (περὶ συνθέτων ἐκ τοῦ αἰεί, τὰ ὁποῖα ἐνταῦθα παραλείπονται, ἴδε ἐν τῷ τύπῳ ἀει-).
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
αἰειγενέτης: ὁ, ποιητ. αντί ἀειγενέτης.