συγγραμμάτιον
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
τό, Dim. of σύγγραμμα, Luc.Herod.1, Longin.1.1.
German (Pape)
[Seite 962] τό, dim. von σύγγραμμα, Büchlein, kleine Schrift, Luc. Herod. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σύγγραμμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγραμμάτιον -ου, τό [σύγγραμμα] geschriftje, boekje.
Russian (Dvoretsky)
συγγραμμάτιον: (μᾰ) τό сочиненьице, книжка Luc.
Greek (Liddell-Scott)
συγγραμμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Λουκιαν. Ἡρόδ. 1, Λογγῖν. 1. 1.