σκιμπόδιον
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
τό, Dim. of σκίμπους, Philem.26, Luc.Asin.3, etc.
German (Pape)
[Seite 899] τό, = Folgdm; Luc. as. 3; Ath. XII, 550 f. Schol. Ar. Nubb. 255, Lob. Phryn. 62.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σκίμπους.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιμπόδιον -ου, τό [σκίμπους] (kinder)bedje, ledikant.
Russian (Dvoretsky)
σκιμπόδιον: τό небольшое ложе, кроватка Luc.
Greek (Liddell-Scott)
σκιμπόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκίμπους, Φιλήμ. ἐν «Ἐφεδρ.» 1, Λουκ. Ὄν. 3, κτλ.· οὕτω σκιμποδίσκος, ὁ, Συνέσ. 23D.