κοσμοκόμης

From LSJ
Revision as of 12:18, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοκόμης Medium diacritics: κοσμοκόμης Low diacritics: κοσμοκόμης Capitals: ΚΟΣΜΟΚΟΜΗΣ
Transliteration A: kosmokómēs Transliteration B: kosmokomēs Transliteration C: kosmokomis Beta Code: kosmoko/mhs

English (LSJ)

ου, ὁ, dressing the hair, κτείς AP6.247 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui orne ou arrange la coiffure.
Étymologie: κόσμος, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

κοσμοκόμης: ου adj. m причесывающий волосы, (вообще) расчесывающий (κτείς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοκόμης: -ου, ὁ, ὁ κοσμῶν, καλλωπίζων τὴν κόμην, κτεὶς Ἀνθ. Π. 6. 247.

Greek Monolingual

κοσμοκόμης, -ου, ὁ (Α)
(για χτένα) αυτός που καλλωπίζει τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -κόμης (< κόμη), πρβλ. δενδρο-κόμης, κισσο-κόμης.

Greek Monotonic

κοσμοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), αυτός που στολίζει τα μαλλιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

κοσμο-κόμης, ου, κόμη
dressing the hair, Anth.