Παράλιον
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sanctuaire du héros attique Paralos.
Russian (Dvoretsky)
Παράλιον: τό Паралий (святилище атт. героя Парала) Dem.
Greek (Liddell-Scott)
Παράλιον: τό, ἡρῷον (δηλ. ἱερὸν) τοῦ ἥρωος Παράλου, Δημ. 1191. 25.
Greek Monotonic
Παράλιον: τό, μικρό ιερό του ήρωα Παράλου, σε Δημ.