βαθύκληρος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ον, A with rich lands, of persons, Hom.Epigr.16. II very rich, of land, Coluth.218, Man.3.239.
Spanish (DGE)
(βᾰθύκληρος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de fértiles heredades, de segura opulencia πατέρες epigr. en Vit.Hom.Sud.p.530.23, Αἴγυπτος IG 12(1).33.1 (III a.C.), de la tierra, Man.3.239, Colluth.218.
German (Pape)
[Seite 424] hochbegütert, Hom. ep. 17; Man. 3, 239; χθών Coluth. 218; mit großen Landgütern, Her. v. Hom. 35.
Russian (Dvoretsky)
βαθύκληρος: богатый угодьями, многоземельный (πατέρες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύκληρος: -ον, ὁ πλουσίας, εὐφόρους ἔχων χώρας, ἐπὶ προσώπων, πολυκτήμων, Ἐπ. Ὁμ. 16. ΙΙ. βαθύπλουτος, εὔφορος ἐπὶ γῆς, Κόλουθ. 214 (218), Μανέθ. 3. 229.
Greek Monolingual
βαθύκληρος, -ον (Α)
1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει πλούσια, εύφορα κτήματα
2. (για περιοχή) εύφορος.