γενητός

From LSJ
Revision as of 12:36, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενητός Medium diacritics: γενητός Low diacritics: γενητός Capitals: ΓΕΝΗΤΟΣ
Transliteration A: genētós Transliteration B: genētos Transliteration C: genitos Beta Code: genhto/s

English (LSJ)

ή, όν, (γενέσθαι) originated or originable, Arist.Cael.280b15 sqq., v.l. in Pl.Ti.28b, 28c, cf.Ph.1.3,al. (Freq. confused with γεννητός in codd.)

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): dór. γενατός Philol.B 21, frec. var. γενν-
I 1generado, creado, originado παράδειγμα Pl.Ti.28b (var.), ὁ κόσμος Ph.1.3, Ach.Tat.Intr.Arat.5, cf. Ocell.5, 8, 37, Numen.3.5, Athenag.Leg.19.1, Plot.2.4.5, Porph.Sent.14, Procl.Inst.45, Olymp.in Alc.118.16, φύσις Gr.Naz.M.35.413A, θεοί de los dioses paganos, Hippol.Haer.1.19.8, de la naturaleza humana de Cristo, Ath.Al.M.26.164A, del ‘Hijo’ para los arrianos, Ath.Al.M.26.353C
subst. τὸ γ. el ser generado o creado op. al principio divino y ambos constituyentes del κόσμος Philol.l.c., τὰ γενητά seres creados, criaturas op. los dioses, Plu.2.880c, op. la esencia divina, Eus.DE 5.1.
2 susceptible de ser creado, circunstancial (τὸ πᾶν) γενητὸν ἀγένητον Heraclit.B 50, ἀρχαὶ καὶ αἴτια γενητά op. φθαρτά Arist.Metaph.1027a29, κίνησις Alex.Aphr.in Metaph.686.1
subst. τὸ γ. Arist.Cael.280b15, Dam.Pr.93.
II adv. -ῶς a modo de cosa creada Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1380C.

German (Pape)

[Seite 482] geworden, entstanden, Plat. Tim. 28 b; dem ἀΐδιος entgegengesetzt Arist. coel. 1, 10. Vgl. γεννητός.

Russian (Dvoretsky)

γενητός: рожденный, возникший, сотворенный (Plat. - v.l. γεννητός; γ. καὶ φθαρτός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γενητός: -ή, -όν, (γενέσθαι), λαβὼν ἀρχήν, ἀντίθ. τῷ ἀίδιος, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 11, πιθ. γραφὴ ἐν Πλάτ. Τιμ. 28Β, 29C· πρβλ. γεννητός.

Greek Monolingual

γενητός, -ή, -όν (AM)
αυτός που έχει δημιουργηθεί από άλλον ή πού είναι δυνατόν να δημιουργεί («λόγος ὤν δημιουργός, ὕστερον πεποίηται ἀρχιερεύς, ἐνδυσάμενος σῶμα τὸ γενητὸν καὶ ποιητόν», Μ. Αθαν. για την ενσάρκωση του Χριστού
«δύο κυρίοις λατρεύειν ἑνὶ μὲν ἀγενήτῳ τῷ δὲ ἑτέρῳ γενητῷ καὶ κτίσματι», Μ. Αθαν. για την αίρεση του Αρείου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ινδοευρ. ρίζα) gen(1)- του γίγνομαι (βλ. και γένημα)].