διαμελίζομαι
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
rival in singing, Plu.2.973b.
Spanish (DGE)
competir en el canto τῷ χαίρειν διαμελιζόμεναι de las aves, Plu.2.973b, cf. dud. en anón. en PRain.3.61.
German (Pape)
[Seite 589] um die Wette singen, Plut. sol. an. 19.
French (Bailly abrégé)
disputer le prix du chant.
Étymologie: διά, μέλος.
Russian (Dvoretsky)
διαμελίζομαι:
I распевать наперебой, состязаться в пении Plut.
II pass. к διαμελίζω.
Greek (Liddell-Scott)
διαμελίζομαι: μέσ., διαγωνίζομαι εἰς τὸ ᾄδειν, Πλούτ. 2. 973Β.
Greek Monolingual
διαμελίζομαι (Α)
διαγωνίζομαι στο τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μελίζω «τραγουδώ»].