γονύκροτος

From LSJ
Revision as of 12:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονῠκροτος Medium diacritics: γονύκροτος Low diacritics: γονύκροτος Capitals: ΓΟΝΥΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: gonýkrotos Transliteration B: gonykrotos Transliteration C: gonykrotos Beta Code: gonu/krotos

English (LSJ)

ον, knocking the knees together, of the gait of women, Arist.HA538b10 (Comp.); of effeminate men. Anacr.144, Arist.Phgn.808a13, 810a34.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que mantiene en contacto las rodillas al andar, esp. de mujeres τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων γονυκροτώτερα Arist.HA 538b10, cf. Phgn.808a13, de los patizambos, Hsch., Eust.932.1, como signo de cobardía en el hombre, Anacr.150, Adam.2.52.

German (Pape)

[Seite 502] mit einwärts gebogenen, zusammenschlagenden Knieen, Zeichen eines geschwächten Körpers, wie der Feigheit, VLL. Bei Arist. Physiogn. 3 als Subst., das Knieschlottern, Zeichen des Cinäden; aber H. A. 4, 11 τὰ θήλεα τῶν ἀῤῥένων γονυκροτώτερά ἐστι.

Russian (Dvoretsky)

γονύκροτος:
1) задевающий (при ходьбе) коленом о колено (τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων γονυκροτώτερά ἐστι Arst.);
2) с трясущимися коленями (κίναιδοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γονύκροτος: -ον, ῥαιβός, ὁ ἔχων κεκλιμένα πρὸς τὰ ἔσω τὰ γόνατα καὶ συγκρούων αὐτὰ ἐν τῷ περιπατεῖν, ὡς τὰ τῶν γυναικῶν, τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων γονυκροτώτερά ἐστι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4.11,12· ἐπὶ ἀδυνάτων καὶ δειλῶν, Ἀνακρ. 114, Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 9., 6, 5.

Greek Monolingual

γονύκροτος, -ον (Α)
1. εκείνος του οποίου τα γόνατα συγκρούονται ή πλησιάζουν πολύ κατά το βάδισμα, ο βλαισός
2. δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -κροτος < κρότος (πρβλ. ιππόκροτος, χαλκόκροτος)].