δραστέος

From LSJ
Revision as of 12:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δραστέος Medium diacritics: δραστέος Low diacritics: δραστέος Capitals: ΔΡΑΣΤΕΟΣ
Transliteration A: drastéos Transliteration B: drasteos Transliteration C: drasteos Beta Code: draste/os

English (LSJ)

α, ον, A to be done, S.Tr.1204. II δραστέον one must do, Id.OT1443, E.IA1024, D.Chr.12.16.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser hecho ὁποῖα δραστέ' ἐστίν· S.Tr.1204, αὐτοχειρί μοι ... δραστέον τοὔργον S.El.1019, τοῦτο γε δραστέον Pl.Plt.268d, cf. Phlb.20a, Lg.644b.

German (Pape)

[Seite 665] s. δράω.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de δράω.

Russian (Dvoretsky)

δραστέος: adj. verb. к δράω.

Greek (Liddell-Scott)

δραστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ποιητέος, πρακτέος, Σοφ. Τρ. 1204 ΙΙ. δραστέον, πρέπει τις νὰ πράξῃ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1443, Εὐρ. Ι. Α. 1024.

Greek Monotonic

δραστέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του δράω, αυτός που πρέπει να γίνει, που πρέπει να συντελεστεί, σε Σοφ.
II. δραστέον, πρέπει να κάνουμε, στον ίδ., σε Ευρ.

Middle Liddell

verb. adj. of δράω
I. to be done, Soph.
II. δραστέον, one must do, Soph., Eur.