δρεπανοειδής

From LSJ
Revision as of 13:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρεπᾰνοειδής Medium diacritics: δρεπανοειδής Low diacritics: δρεπανοειδής Capitals: ΔΡΕΠΑΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: drepanoeidḗs Transliteration B: drepanoeidēs Transliteration C: drepanoeidis Beta Code: drepanoeidh/s

English (LSJ)

ές, sickle-shaped, Th.6.4, Str.8.2.3.

Spanish (DGE)

-ές
falciforme de lugares costeros δρεπανοειδὲς τὴν ἰδέαν τὸ χωρίον ἐστί Th.6.4, cf. Str.8.2.3, Eust.732.22
subst. τὸ δ. la forma de hoz Chrys.M.60.103.

German (Pape)

[Seite 666] ές, sichelförmig; χωρίον Thuc. 6, 4 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a la forme d'une faux.
Étymologie: δρέπανον, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

δρεπανοειδής: серповидный, имеющий форму серпа (χωρίον Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

δρεπᾰνοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα δρεπάνου, Θουκ. 6. 4, Στράβων 335.

Greek Monolingual

-ές (AM δρεπανοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα δρεπανιού, τοξοειδήςσελήνη δρεπανοειδής»).

Greek Monotonic

δρεπᾰνοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα δρεπανιού, μισοφέγγαρου, σε Θουκ.

Middle Liddell

δρεπᾰνο-ειδής, ές adj εἶδος
sickle-shaped, Thuc.