εὐθυρρημοσύνη
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ἡ, plainness of speech, Phld.Rh.2.281 S., M.Ant.11.6, S.E.M.2.22.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
franchise.
Étymologie: εὐθυρρήμων.
Russian (Dvoretsky)
εὐθυρρημοσύνη: ἡ прямота, откровенность Sext.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυρρημοσύνη: ἡ, παρρησία λόγου, τὸ λαλεῖν ἄνευ ὑπεκφυγῶν ἢ συστολῆς, εὐθυέπεια, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 72.
Greek Monolingual
εὐθυρρημοσύνη, ἡ (Α) ευθυρρήμων
η ευθύτητα του λόγου, η παρρησία.