εὐπαθέω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
A enjoy oneself, make merry, πίνειν καὶ εὐπαθέειν Hdt.2.133,174; indulge oneself, live comfortably, Pl.R.347c; of the soul, τρέφεται καὶ εὐπαθεῖ Id.Phdr. 247d; opp. δυστυχέω, D.C.56.45. 2 receive benefits, ὑπό τινος from one, Plu.2.176b (better divisim).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 vivre dans les plaisirs, mener une vie de plaisirs;
2 être bien traité.
Étymologie: εὐπαθής.
Russian (Dvoretsky)
εὐπᾰθέω:
1) предаваться удовольствиям, наслаждаться (πίνειν καὶ εὐ. Her.; ἐν δείπνων περιόδοις Plut.);
2) филос. упиваться блаженством Plat.;
3) пользоваться благодеяниями (ὑπό τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπᾰθέω: διάγω εὐάρεστον τὸν βίον, εὐφραίνομαι, εὐθυμῶ, πίνειν καὶ εὐπαθέειν Ἡρόδ. 2. 133, 174, Πλάτ. 347C· ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 247D· ἴδε εὐπάθεια· ἀντίθετον τῷ δυστυχέω, Δίων Κ. 56. 45. 2) λαμβάνω εὐεργεσίας, εὐεργετοῦμαι, ὑπό τινος Πλούτ. 2. 176Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb.
Greek Monotonic
εὐπᾰθέω: μέλ. -ήσω, είμαι τυχερός, ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω, διασκεδάζω, τέρπομαι, ευθυμώ, χαίρομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Middle Liddell
εὐπᾰθέω, fut. -ήσω
to be well off, enjoy oneself, make merry, Hdt., Plat. [from εὐπᾰθής]