θυμοσοφικός

From LSJ
Revision as of 13:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοσοφικός Medium diacritics: θυμοσοφικός Low diacritics: θυμοσοφικός Capitals: ΘΥΜΟΣΟΦΙΚΟΣ
Transliteration A: thymosophikós Transliteration B: thymosophikos Transliteration C: thymosofikos Beta Code: qumosofiko/s

English (LSJ)

ή, όν, clever, Ar.V.1280 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1225] ή, όν, weise durch eigene Einsicht (ἀπὸ σοφῆς φύσεως αὐτόματος), im superlat., Ar. Vesp. 1280.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'une nature raisonnable, intelligente.
Étymologie: θυμόσοφος.

Russian (Dvoretsky)

θῡμοσοφικός: рассудительный, разумный Arph.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς θυμόσοφον, εὐφυής, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1280.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυμοσοφικός, -ή, -όν) θυμόσοφος
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη θυμοσοφία ή στον θυμόσοφο.

Greek Monotonic

θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ευφυής, πνευματώδης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θῡμοσοφικός, ή, όν
like a clever fellow, Ar. [from θῡμόσοφος]