рассудительный
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
Russian > Greek
ἔμφρων, συνετός, εὔβουλος, εὐγνώμων, ἀρτίφρων, δαΐφρων, φρόνιμος, σώφρων, σαόφρων, σοφός, σύννοος, σύννους, εὔφρων, ἐΰφρων, νοήμων, πεπνυμένος, ἐπίφρων, ἐχέφρων, θυμόσοφος, νουνεχής, ἐπιμηθής, φραδής, περίφρων, πευκάλιμος, ἔννοος, ἔννους, θυμοσοφικός, βουλήεις, βουλευτικός, ἐοικώς, λογιστικός, βούλιος, εὐλόγιστος