θῶμα
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
Ionic for θαῦμα, Hdt.
German (Pape)
[Seite 1229] τό, ion. = θαῦμα. Vgl. θώυμα.
French (Bailly abrégé)
ion. c. θαῦμα.
Russian (Dvoretsky)
θῶμα: ион. Her. = θαύμα.
Greek (Liddell-Scott)
θῶμα: θωμάζω, θωμάσιος, Ἰων. ἀντὶ θαῦμα, θαυμάζω, θαυμάσιος, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
θῶμα, τὸ (Α)
ιων. τ. του θαῡμα.