λεπύριον
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
English (LSJ)
τό, small husk, thin peel, etc., Hp.Nat.Puer.22, Arist.HA546b20, Theoc.5.95; egg-shell, Hp.Nat.Puer.13.
German (Pape)
[Seite 32] τό, dim. von λέπυρον, kleine Hülfe, Theocr. 5, 95; Schale, Arist. H. A. 5, 15; von Eierschalen, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite enveloppe de fruit :
1 petite cosse;
2 petite écale;
3 petite coque (d'œuf).
Étymologie: λέπυρον.
Russian (Dvoretsky)
λεπύριον: (ῡ) τό тонкая оболочка, скорлупка Arst., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
λεπύριον: [ῡ], τό, ὑποκορ. τοῦ λέπυρον, μικρὸς φλοιός, λεπτὸς φλοιός, «τσῶφλι», κτλ., Ἱππ. 242. 27, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 2, Θεόκρ. 5. 95.
Greek Monolingual
λεπύριον, τὸ (Α) λέπυρον
1. λεπτός φλοιός, λεπτή φλούδα
2. κέλυφος («ᾠοῦ ὠμοῦ τὸ ἔξω λεπύριον», Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
λεπύριον: [ῡ], τό, υποκορ. του λέπυρον, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
λεπύ¯ριον, ου, τό, [Dim. of λέπυρον, Theocr.]