λογχήρης

From LSJ
Revision as of 14:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογχήρης Medium diacritics: λογχήρης Low diacritics: λογχήρης Capitals: ΛΟΓΧΗΡΗΣ
Transliteration A: lonchḗrēs Transliteration B: lonchērēs Transliteration C: logchiris Beta Code: logxh/rhs

English (LSJ)

ες, armed with a spear, λ. ἀσπισταί with spear and shield, E.IA1067 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
armé d'une lance.
Étymologie: λόγχη, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

λογχήρης: вооруженный копьем (ἀσπιστής Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λογχήρης: -ες, ὡπλισμένος διὰ λόγχης, λ. ἀσπιστής, ἔχω λόγχην καὶ ἀσπίδα, Εὐρ. Ι. Α. 1067.

Greek Monolingual

-ες (AM λογχήρης, -ες)
οπλισμένος με λόγχη, λογχοφόρος («ἤξει χθόνα λογχήρεσι... ἀσπισταῑς», Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + επίθ. -ήρης (I) (< ἀραρίσκω «συνδέω»), πρβλ. ξιφήρης.

Greek Monotonic

λογχήρης: -ες (ἄρω), οπλισμένος με λόγχη, δορυφόρος, σε Ευρ.

Middle Liddell

λογχ-ήρης, ες [*ἄρω]
armed with a spear, Eur.