προσεξικμάζω
From LSJ
English (LSJ)
draw out moisture besides, Plu.2.689f.
German (Pape)
[Seite 760] noch dazu austrocknen, Plut. Symp. 6, 3, 2.
French (Bailly abrégé)
dessécher en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἐξικμάζω.
Russian (Dvoretsky)
προσεξικμάζω: поглощать всю влагу, осушать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσεξικμάζω: ἀφαιρῶ ἰκμάδα ἢ ὑγρασίαν προσέτι, Πλούτ. 2. 689Ε.
Greek Monolingual
Α
αφαιρώ την ικμάδα, την υγρασία ακόμη πιο πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξικμάζω «ξεραίνω, στεγνώνω»].