μελανοσυρμαῖος
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ον, epithet of Egyptians in Ar.Th.857, with a double meaning, with black trains to their robes (σύρματα), and fond of purges (συρμαῖαι).
German (Pape)
[Seite 120] bei Ar. Thesm. 957, einen Vers des Euripides parodirend, komisches Beiwort der Aegyptier, mit absichtlichem Doppelsinne, auf σύρμα anspielend, im schwarzen Schleppkleide, u. auf συρμαία, das schwarze Purgirmittel brauchend, nach Riemer »schwarzrockig u. schwarzdreckig«.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνοσυρμαῖος: συρμαία и σύρμα ирон. поящий черными зельями из-под черной полы (λεώς, т. е. Αἰγύπτιοι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνοσυρμαῖος: -ον, κωμικ. ἐπίθ. τῶν Αἰγυπτίων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 857, μετὰ διπλῆς σημασίας = ὁ ἔχων μελαίνας συρομένας ἐσθῆτας (σύρματα), καὶ ὁ λαμβάνων συχνὰ καθάρσια ἐκ μαύρης τινὸς ῥαφανῖδος (συρμαίας), πρβλ. Ἡρόδ. 2. 77, καὶ ἴδε ἐν λέξ. μελανόζυξ.
Greek Monolingual
μελανοσυρμαῖος -ον (Α)
(κωμικό επίθετο του Αριστοφ. για τους Αιγυπτίους) (με διπλή σημασία) αυτός που φορά μαύρη εσθήτα η οποία σέρνεται στο έδαφος και αυτός που πίνει συχνά συρμαία, δηλ. καθάρσιο από ένα είδος μαύρου ραπανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + συρμαία (< συρμός)].