μυλιάω

From LSJ
Revision as of 14:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλῐάω Medium diacritics: μυλιάω Low diacritics: μυλιάω Capitals: ΜΥΛΙΑΩ
Transliteration A: myliáō Transliteration B: myliaō Transliteration C: myliao Beta Code: mulia/w

English (LSJ)

(μύλη v) gnash or grind the teeth, only in Ep. part., λυγρὸν μυλιόωντες (with ῡ metri gr.), Hes.Op. 530 (μαλκιόωντες, i.e. μαλκίοντες, Crates Gramm.).

German (Pape)

[Seite 217] mit den Zähnen knirschen, λυγρὸν μυλιόωντες, Hes. O. 532. Vgl. μυλλαίνω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
grincer des dents.
Étymologie: μύλη.

Russian (Dvoretsky)

μῠλιάω: (только part. praes.) скрежетать, щелкать зубами Hes.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλῐάω: (μύλη) συγκρούω, τρίζω τοὺς ὀδόντας, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ., μετοχ. λυγρὸν μυλιόωντες, ἔνθα Κράτης ὁ γραμμ. γράφει μαλκιόωντες, δηλ. μαλκίοντες, (ἴδε ἐν λ. μαλκίω).

Greek Monotonic

μῠλῐάω: (μύλη), τρίζω τα δόντια μου, σε Ησίοδ., στην Επικ. μτχ. μυλιόωντες.

Middle Liddell

μῠλῐάω, μύλη
to grind the teeth, Hes., in epic part. μυλιόωντες.