μυριώνυμος

From LSJ
Revision as of 14:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐώνῠμος Medium diacritics: μυριώνυμος Low diacritics: μυριώνυμος Capitals: ΜΥΡΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: myriṓnymos Transliteration B: myriōnymos Transliteration C: myrionymos Beta Code: muriw/numos

English (LSJ)

ον, of countless names, Ἶσις Plu.2.372f, OGI695 (Philae).

German (Pape)

[Seite 220] mit unzähligen Namen, Beiname der Isis bei Plut. Is. et Os. 53.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux noms innombrables.
Étymologie: μυρίος, ὄνομα.

Russian (Dvoretsky)

μῡριώνῠμος: имеющий множество имен (Ἶσις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων ἀναρίθμητα ὀνόματα, Ἶσις Πλούτ. 2. 372Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 4713b, κ. ἀλλ.

Spanish

de incontables nombres

Greek Monolingual

μυριώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μύρια ονόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].