μόνορχις
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
εως, ὁ, with one testicle, LXX Le.21.20, Plu.2.917d; acc. pl. μονόρχεις Hippiatr.14 (v.l. -χας, cf. ἐνόρχης).
German (Pape)
[Seite 204] mit einer Hode; Plut. qu. nat. 21; Hippiatr.
Russian (Dvoretsky)
μόνορχις: εως adj. m с одним лишь яичком (σῦς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μόνορχις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὄρχιν, Πλούτ. 2. 917D.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μόνορχις, -εως)
αυτός που έχει μόνο έναν όρχι, μονάρχιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὄρχις (πρβλ. τρί-ορχις)].