μονώτης
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
ου, ὁ, solitary, Arist.EN1099b4, 1170a5, Fr.668; βίος μ. a solitary life, Id.EN1097b9, Max.Tyr.21.7: fem. μον-ῶτις, φωνή Arist.HA625b9.
German (Pape)
[Seite 206] ὁ, der ganz allein steht, vereinsamt; Arist. Eth. 1, 7, 6, vgl. 8, 16; Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui vit seul, solitaire.
Étymologie: μονόω.
Russian (Dvoretsky)
μονώτης: ου adj. m стоящий особняком, обособленный или одинокий (βίος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μονώτης: -ου, μεμονωμένος, μονήρης, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 8, 16., 9. 9, 3· βίος μ., μονήρης βίος, αὐτόθι 1. 7, 6· - θηλ., μονῶτις φωνὴ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 30.
Greek Monolingual
μονώτης, ό, θηλ. -μονῶτις, -ιδος (Α) μονώ
μονήρης, απομονωμένος, μοναχικός.
Greek Monotonic
μονώτης: -ου, ὁ (μονόω), μεμονωμένος, σε Αριστ.