νοσηλεύω
νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)
English (LSJ)
A tend a sick person, τινα Isoc.19.25, Anaxil.19, Phylarch.61 J., Babr.13.8; οἱ νοσηλεύοντες = physicians, doctors, IGRom.1.1228 (Egypt); οἱ νοσηλεύσαντες = physicians, doctors, Plut. Sanit. 123d. II Pass., need medical attendance, to be sick, J.BJ4.1.9, App.BC2.28, Gal.8.291, Asp.in EN26.17; ν. τρυφηλῶς Jul.Or.6.181d.
French (Bailly abrégé)
soigner un malade.
Étymologie: νόσος.
Russian (Dvoretsky)
νοσηλεύω: (тж. ν. τινά Isocr.) ухаживать за больным Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νοσηλεύω: περιποιοῦμαι νοσοῦντα, τινὰ Ἰσοκρ. 389D, Βαβρ. 13. 8· ὁ νοσηλεύων, ἰατρός, Συλλ. Ἐπιγρ. 4767. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσηλεύεται· νοσεῖ: ἢ νοσοῦντι ὑπηρετεῖ». 2) κάμνω τινὰ ἀσθενῆ, Ἀναξίλας ἐν «Μαγείροις» 1· ― Παθητ., ἔχω ἀνάγκην ἰατρικῆς ἐπιμελείας, εἶμαι ἀσθενής, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 28, Ἰουλιαν. 181C.
Greek Monolingual
(ΑΜ νοσηλεύω) νοσηλός
1. παρέχω ιατρική περίθαλψη σε άρρωστο, θεραπεύω ασθενή
2. (το παθ.) νοσηλεύομαι
θεραπεύομαι με τη φροντίδα ειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού
αρχ.
1. περνώ τη ζωή μου σαν να είμαι άρρωστος, δηλαδή με πολλές περιποιήσεις και ανέσεις
2. καθιστώ κάποιον ασθενή.
Greek Monotonic
νοσηλεύω: μόνο σε ενεστ., φροντίζω ασθενή, σε Βάβρ.